πετροκόπος

πετροκόπος
ο
1) рабочий каменоломни; 2) каменотёс; 3) камнедробилка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πετροκόπος" в других словарях:

  • πετροκόπος — ο, ΝΜ αυτός που κατεργάζεται την πέτρα, ο λιθοξόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πετροκοπιό — το / πετροκόπιον, ΝΜ, και πετροκοπειό και πετροκόπι Ν [πετροκόπος] τόπος στον οποίο κόβουν πέτρα, λατομείο …   Dictionary of Greek

  • πετροκοπώ — έω, Μ [πετροκόπος] κόβω πέτρα, επεξεργάζομαι λίθους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»